- μήκιστος
- μήκιστος: tallest; as adv., μήκιστα, finally, Od. 5.299.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μήκιστος — tallest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
μηκίστων — μήκιστος tallest fem gen pl μήκιστος tallest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκιστον — μήκιστος tallest masc acc sg μήκιστος tallest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίσταις — μήκιστος tallest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστη — μήκιστος tallest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστην — μήκιστος tallest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστης — μήκιστος tallest fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστοις — μήκιστος tallest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστου — μήκιστος tallest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκίστους — μήκιστος tallest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)